-
1 χεῖμα
χεῖμα, ατος, τό, eigtl. wie χεῦμα, Guß, bes. Regenguß. Dah. die Jahreszeit der anhaltenden Regengüsse, der Winter, der in den südlichen Gegenden bes. in Regen und Sturm besteht, Wintersturm, Kälte, Frost; ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od. 14, 487; οὐποτε καρπὸς ἀπολείπει, χείματος οὐδὲ ϑέρευς 7, 118; ὅγε χεῖμα μὲν εὕδει ἐν κόνι, im Winter, 11, 190; vgl. Hes. O. 662, χείματος ὥρη 452; οὔτε χείματος τέκμαρ, οὔτ' ἀνϑεμώδους ἦρος Aesch. Prom. 452; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ ϑέρος βροτοῖς Ag. 5; πάγου χυϑέντος οἷα χείματι Soph. Phil. 293; Eur. Andr. 749. 892; vom Sturm, Ggstz von ϑάλπος, Plat. Ax. 371 d; χείματι πλαζόμενος Ep. ad. 31 (XII, 156). – Uebtr., heftige Gemüthsbewegung, Sturm der Leidenschaft, auch Unglück, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος Aesch. Ag. 874, vgl. 613, u. so auch bei Sp.
-
2 δάμνημι
δάμνημι (v. also foreg.),A = δαμάζω, τὴν μὲν.. δάμνημ' ἐπέεσσι Il.5.893; δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ib. 746, etc.;ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη δάμνησι Thgn.173
;πενία.. δ. λαόν Alc.92
:—[voice] Med.,ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους Il.14.199
;ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od.14.488
;Ἔρος δ. νόον Hes.Th. 122
, cf. Archil.85, A.Pr. 165, Q.S.11.25:—[voice] Pass.,πυκνὰ καρήαθ' ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.11.309
; ; ; (lyr.); imper.μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.51
: [tense] pf. part. forced, seduced,Leg.Gort.
2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάμνημι
См. также в других словарях:
δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… … Dictionary of Greek